ἰσόδρομος — keeping pace with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδρόμους — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem acc pl ἰσοδρόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδρόμων — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem/neut gen pl ἰσοδρόμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομον — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem acc sg ἰσόδρομος keeping pace with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομα — ἰσόδρομος keeping pace with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομοι — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοδρομώ — ἰσοδρομῶ, έω (Α) [ισόδρομος] 1. τρέχω ίσα με άλλον 2. μτφ. συμφωνώ, συμβαδίζω με κάποιον 3. συνεργώ, συντρέχω … Dictionary of Greek
ԶՈՒԳԸՆԹԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0750 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c ա. ἱσόδρομος cursu aequans συντρέχων concurrens գրի եւ զոյգընթաց. Զո՛յգ եւ հաւասար ընթացօղ ընդ այլում. ընթացակից. միաբան. անմեկնելի. *Արեգակն ʼի տարին (շրջաբերի. եւ սորա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)